- σαιζόν
- ηβλ. σεζόν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαιζόν — και σεζόν, η, Ν εποχή τού έτους, ιδίως αυτή κατά την οποία συμβαίνει κάτι χαρακτηριστικό (α. «θερινή σαιζόν» β. «τουριστική σαιζόν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saison (< λατ. satio, onis «σπορά»)] … Dictionary of Greek
ντεμί σαιζόν — άκλ. 1. η εποχή τού χρόνου μεταξύ τού χειμώνα και τού καλοκαιριού ή μεταξύ τού καλοκαιριού και τού χειμώνα, δηλ. η άνοιξη και το φθινόπωρο, αντίστοιχα 2. ως επίθ. (για ενδύματα) κατάλληλος για την άνοιξη και το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demi … Dictionary of Greek
σεζόν — η, Ν βλ. σαιζόν … Dictionary of Greek
Καλούδης, Γεώργιος — (Σμύρνη 1889 – Αθήνα 1959). Λόγιος γιατρός. Σπούδασε στο ελληνογαλλικό λύκειο Χ. Αρώνη (1917) της Σμύρνης. Διπλωματούχος της οδοντιατρικής των πανεπιστημίων του Βερολίνου και της Αθήνας, εγκαταστάθηκε από το 1920 στην Αθήνα, όπου και άσκησε το… … Dictionary of Greek